- φρακτικῶν
- φρακτικόςfem gen plφρακτικόςmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φρακτικός — ή, ό / φρακτικός, ή, όν, ΝΑ, και φραχτικός Ν [φρακτός / φραχτός] νεοελλ. 1. ο κατάλληλος για περίφραξη («φρακτική δενδροστοιχία») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φραχτικά η δαπάνη για την περίφραξη αρχ. μτφ. (για πρόσ.) κατάφρακτος, πάνοπλος… … Dictionary of Greek